- φωσφορικός
- -ή, -ό, Ν1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φωσφόρο ή αυτός που περιέχει φωσφόρο2. φρ. α) «φωσφορικό οξύ»χημ. περιληπτική ονομασία οξυγονούχων οξέων τού πεντασθενούς φωσφόρου, από τα οποία σημαντικότερα είναι το ορθοφωσφορικό οξύ, το πυροφωσφορικό οξύ και τα διάφορα μεταφωσφορικά οξέαβ) «φωσφορικά λιπάσματα»χημ. λιπάσματα τών οποίων τη βάση αποτελούν τα άλατα τών διαφόρων φωσφορικών οξέωνγ) «φωσφορικά ορυκτά»(ορυκτ.) διάφορες ενώσεις τού φωσφόρου που απαντούν στη φύση και τών οποίων βασική δομική μονάδα αποτελεί το φωσφορικό ιόνδ) «φωσφορικά πετρώματα»(πετρογρ.) οι φωσφορίτεςε) «φωσφορικές ενώσεις»χημ. οι ποικίλες χημικές ενώσεις που συνδέονται με το φωσφορικό οξύ και στις οποίες ανήκουν, κατ' αρχήν, οι τρεις σειρές τών ουδέτερων, τών όξινων και δισόξινων αλάτων τού φωσφορικού οξέος, τα οποία περιέχουν αντίστοιχα το φωσφορικό, το όξινο φωσφορικό και το δισόξινο φωσφορικό ανιόν, καθώς και οι φωσφορικοί εστέρες, οι οποίοι μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτουν από την αντικατάσταση ενός ή περισσότερων ατόμων υδρογόνου τού μορίου τού φωσφορικού οξέος από οργανικές ρίζες, όπως είναι λ.χ. το αιθύλιο ή το φαινύλιοστ) «φωσφορική γλυκόζη»(βιοχ.) η φωσφογλυκόζηζ) «φωσφορικό ιόν»(χημ.-ορυκτ.) θετικά φορτισμένο ιόν που σχηματίζεται κατά την οξείδωση τού φωσφόρου, συνδεδεμένο με τέσσερα ιόντα οξυγόνου διατεταγμένα έτσι ώστε να αποτελούν τετράεδρο, και το οποίο αποτελεί τη βασική δομική μονάδα όλων τών φωσφορικών ορυκτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphorique < φωσφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.